- αισχυντηρός
- -ά, -όν (Α)ο αισχυντηλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰσχυντηρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντῆρος — αἰσχυντήρ dishonourer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηρά — αἰσχυντηρός neut nom/voc/acc pl αἰσχυντηρά̱ , αἰσχυντηρός fem nom/voc/acc dual αἰσχυντηρά̱ , αἰσχυντηρός fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηρότερον — αἰσχυντηρός adverbial comp αἰσχυντηρός masc acc comp sg αἰσχυντηρός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηροτέρω — αἰσχυντηρός masc/neut nom/voc/acc comp dual αἰσχυντηρός masc/neut gen comp sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηρόν — αἰσχυντηρός masc acc sg αἰσχυντηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηροί — αἰσχυντηρός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυντηροῦ — αἰσχυντηρός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
αιδήφρων — αἰδήφρων ( ονος), ο (Α) κατά τον Ησύχιο, «αισχυντηρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰδοῦμαι + φρων < φρήν] … Dictionary of Greek